υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ

υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ
Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το 1803 ο Βωκλέν το έβγαλε από κουκούτσια βερίκοκων. Στη βιομηχανία παρασκευάζεται με απόσταξη των κυανικών προϊόντων που περιέχονται στο φωταέριο ή με επεξεργασία των αλάτων του με θειικό οξύ· το μεγαλύτερο μέρος του παράγεται με συνθετική μέθοδο από μεθάνιο και αμμωνία· τα δύο αέρια αναμειγνύονται με λίγο αέρα, διοχετεύονται δια μέσου καταλυτών από ιριδιούχο λευκόχρυσο και θερμαίνονται σε υψηλότατη θερμοκρασία: 2CH4 + 2ΝΗ3 + 3O2 → 2HCN + CH2O. Μια άλλη μέθοδος σύνθεσης βασίζεται στην αφυδάτωση του φορμαμίδιου: HCONH2 → HCN + Η2Ο. Το υ. είναι υγρό άχρωμο, πολύ πτητικό (βράζει στους 27°C), διαλυτό στο νερό και στην αλκοόλη, και έχει τη χαρακτηριστική οσμή του πικραμύγδαλου. Το υ. υπάρχει σε δύο ταυτομερείς μορφές: την Η-C = Ν (νιτριλική) και Η -Ν = C (καρβυλαμινική). Το υ. είναι ένωση έντονα τοξική ακόμα και σε ελάχιστες ποσότητες, επειδή εμποδίζει την κυτταρική αναπνοή. Χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο και απολυμαντικό· το υδάτινο διάλυμα του (aqua amygdalarum amarum) εφαρμόζεται στη φαρμακευτική ως καταπραϋντικό. Το υ. δίνει, με τις κατάλληλες αντιδράσεις, ακρυλονιτρίλιο, ενδιάμεσο προϊόν μεγάλης βιομηχανικής σημασίας, από το οποίο λαμβάνονται, με πολυμερισμό, ακρυλικές και άλλων τύπων ίνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροκυανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υδροκυάνιο 2. φρ. «υδροκυανικό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροκυανίου, που είναι γνωστά επίσης με την παλαιότερη ονομασία πρωσικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”